Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μητρώο το [mitróo] Ο39 : επίσημος κατάλογος, ιδίως προσώπων, που έχουν ορισμένο κοινό χαρακτηριστικό: Tο ~ των μαθητών ενός σχολείου / των δημόσιων υπαλλήλων. ~ αυτοκινήτων. Tο ~ αρρένων του δήμου / της κοινότητας. Στρατολογικό ~, που αφορά τους στρατεύσιμους πολίτες. Ποινικό ~, που αφορά τους πολίτες που καταδικάστηκαν από τα δικαστήρια. Tο ποινικό ~ κάποιου, το σύνολο των ποινών που του έχουν επιβληθεί. Πιστοποιητικό ποινικού μητρώου. Έχει κάποιος λευκό / βεβαρυμένο ποινικό ~.
[λόγ. < αρχ. Μητρῷον (ναός της Κυβέλης στην αρχαία Aθήνα, μητέρας των θεών, όπου φυλάσσονταν τα δημόσια αρχεία) σημδ. γαλλ. matricule]
[Λεξικό Κριαρά]
- μητρώος, επίθ., (Διγ. Gr. 1666).
-
[αρχ. επίθ. μητρῴος. Το ουδ. ως ουσ. αρχ. (‑ον) και σήμ. (‑ο)]