Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μητρορραγία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μητρορραγία η [mitrorajía] Ο25 : αιμορραγία της μήτρας.

[λόγ. < γαλλ. métrorragie < métro- = μητρο- 2 + -rragie = -ρραγία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες