Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μητροπολιτικός, επίθ.
-
- Που ανήκει ή αναφέρεται στο μητροπολίτη:
- δίκαια μητροπολιτικά (Διάτ. Κυπρ. 50930).
[μτγν. επίθ. μητροπολιτικός. Η λ. και σήμ.]
- Που ανήκει ή αναφέρεται στο μητροπολίτη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μητροπολιτικός -ή -ό [mitropolitikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη μητρόποληI και ιδίως με το μητροπολίτη: Mητροπολιτική εγκύκλιος. Mητροπολιτικό συμβούλιο / μέγαρο. Ο ~ ναός. 2. που έχει σχέση με τη μητρόπολη μιας αποικίας: Mητροπολιτικές περιοχές. Mητροπολιτικό έδαφος. Mητροπολιτικά στρατεύματα.
[λόγ. < ελνστ. μητροπολιτικός]