Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μητρικός (I), επίθ.
-
- Που ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα:
- (Διγ. Άνδρ. 31830).
[αρχ. επιθ. μητρικός. Η λ. και σήμ.]
- Που ανήκει ή αναφέρεται στη μητέρα:
[Λεξικό Κριαρά]
- μητρικός (ΙΙ), επίθ.
-
- Που ανήκει ή αναφέρεται στη μήτρα:
- μητρικό εγλυστήρι (Ιατροσ. κώδ. σιή).
[<ουσ. μήτρα + κατάλ. ‑ικός. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. στο Somav και σήμ. λαϊκ. Η λ. τον 11. αι. (Soph.) και σήμ.]
- Που ανήκει ή αναφέρεται στη μήτρα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μητρικός 1 -ή -ό [mitrikós] Ε1 : που ανήκει στη μητέρα ή που προέρχεται από αυτή: Mητρική συγγένεια / αγκαλιά / αγάπη / στοργή. Mητρικό γάλα / φίλτρο. Mητρική γλώσσα, η πρώτη που μαθαίνει ο άνθρωπος στο περιβάλλον που ζει, ιδίως από τους γονείς του.
μητρικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μητρικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μητρικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με τη μήτρα. || (ως ουσ., προφ.) τα μητρικά, οι παθήσεις της μήτρας.
[μσν. μητρικός < μήτρ(α) -ικός]