Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μητριαρχικός -ή -ό [mitriarxikós] Ε1 : που αναφέρεται στη μητριαρχία· (πρβ. πατριαρχικός): Mητριαρχική κοινωνία.
[λόγ. μητριαρχ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. matriarcal]