Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μητριά η [mitriá] Ο24 : η γυναίκα κάποιου σε σχέση με τα παιδιά που αυτός έχει από άλλη γυναίκα: Mεγάλωσε με ~, αυτή όμως τον αγάπησε σαν αληθινό παιδί της. Σαν την κακιά ~.
[αρχ. μητρυϊά]
[Λεξικό Κριαρά]
- μητρία, μητριά, μητριγιά η,
- βλ. μητρυιά.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μητριαρχία η [mitriarxía] Ο25 : (κοινων.) σύστημα κοινωνικής οργάνωσης στο οποίο υπολογίζεται μόνο η μητρική συγγένεια ενώ συνήθ. η γυναίκα (μητέρα) κατέχει την κυρίαρχη θέση στην κοινωνία και στην οικογένεια· (πρβ. πατριαρχία 2).
[λόγ. μητρι- + -αρχία κατά το πατριαρχία μτφρδ. γαλλ. matriarcat]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μητριαρχικός -ή -ό [mitriarxikós] Ε1 : που αναφέρεται στη μητριαρχία· (πρβ. πατριαρχικός): Mητριαρχική κοινωνία.
[λόγ. μητριαρχ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. matriarcal]