Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηρός ο [mirós] Ο17 : (ανατ.) το άνω τμήμα του ανθρώπινου κάτω άκρου, το οποίο αρχίζει από το γόνατο και τελειώνει στη λεκάνη, καθώς και το αντίστοιχο τμήμα του ποδιού των πτηνών ή του πισινού ποδιού των ζώων· μπούτι: Οστό του μηρού.
[λόγ. < αρχ. μηρός]
[Λεξικό Κριαρά]
- μηρός ο· μήρος.
-
- Μηρός:
- (Ιατροσ. 21105).
[αρχ. ουσ. μηρός. Ο τ. από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.]
- Μηρός: