Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηρυκαστικός -ή -ό [mirikastikós] Ε1 : (για ζώο) που μηρυκάζει την τροφή του: Mηρυκαστικό ζώο. || (ως ουσ.) το μηρυκαστικό: H κατσίκα ανήκει στα μηρυκαστικά. H φίλη σου μασάει όλη τη μέρα μαστίχα σαν μηρυκαστικό.
[λόγ. μηρυκασ- (μηρυκάζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. ruminant]