Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηρυκάζω [mirikázo] Ρ2.1α : 1. (για ζώο) επαναφέρω την τροφή από το στομάχι στη στοματική κοιλότητα και τη μασώ καλά πριν να την καταπιώ: Kατσίκα / πρόβατο / αγελάδα που μηρυκάζει την τροφή. 2. (μτφ.) επαναλαμβάνω τα ίδια λόγια.
[λόγ. < αρχ. μηρυκάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μηρυκάζω,
- βλ. μαρουκάζω.