Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηριαίος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηριαίος -α -ο [miriéos] Ε4 : (ανατ.) που βρίσκεται στο μηρό: Mηριαίο οστό. Mηριαία φλέβα / αρτηρία.

[λόγ. < ελνστ. μηριαῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες