Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μηπωστάς, σύνδ.· μήπωστας.
-
- (Απορημ. σε ευθεία ή πλάγια ερώτηση με επόμ. συν. το σύνδ. και) μήπως, μη τυχόν, αν:
- Είντα μεσίτη; μηπωστάς και θες να πεις ρουφιάνο; (Στάθ. Β́ 195· Β́ 327)·
- (για δήλ. ελπίδας ή προσδοκίας):
- να πα να ρεμεντιαριστείς, μήπωστας και γλυτώσεις (Φορτουν. Β́ 93).
[<σύνδ. μήπως με παρέκταση· πβ. ανισωστάς, διχωστάς, μαλλιοστάς, κ.ά. Ο αναβιβ. του τόνου στον τ. από επίδρ. του μήπως]
- (Απορημ. σε ευθεία ή πλάγια ερώτηση με επόμ. συν. το σύνδ. και) μήπως, μη τυχόν, αν: