Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηνιαίος -α -ο [miniéos] Ε4 : α. που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα ενός μηνός: Mηνιαίο πρόγραμμα. Mηνιαίες καταστάσεις πληρωμών. β. που υπολογίζεται με βάση το μήνα: Mηνιαία εισφορά. || που αφορά το μηνιάτικο, το χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε ένα μήνα: ~ μισθός. Mηνιαίο ενοίκιο / εισόδημα. γ. που διαρκεί ένα μήνα: Mηνιαία άδεια. δ. (για έντυπο) που εκδίδεται κάθε μήνα: Mηνιαίο περιοδικό.
μηνιαία & (λόγ.) μηνιαίως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μηνιαῖος· λόγ. μηνιαί(ος) -ως]