Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηνιάτικος -η -ο [minátikos] Ε5 : μηνιαίος. || (ως ουσ.) το μηνιάτικο, το χρηματικό ποσό, ιδίως για μισθό ή ενοίκιο, που αντιστοιχεί σε ένα μήνα: Tο μηνιάτικο δεν του φτάνει ούτε για δέκα μέρες. Tου κάνουν έξωση, γιατί χρωστάει δύο μηνιάτικα.
[μσν. *μηνιατ(ικός) -ικος (πρβ. μσν. μηνιατικόν `είδος φόρου΄), μσν. *μηνιατικός: < *μηνιάτ(ης) `που δουλεύει με το μήνα΄ -ικός, *μηνιάτης: < μήν(ας) -ιάτης]