Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηναίο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηναίο το [minéo] Ο39 : το καθένα από τα δώδεκα εκκλησιαστικά βιβλία, ένα για κάθε μήνα, που περιέχουν τις ιερές ακολουθίες όλων των ακίνητων εορτών· μηνολόγιο.

[λόγ. < μσν. μηναίον < αρχ. μήν (δες στο μήνας) -αίον, ουδ. του -αίος]

[Λεξικό Κριαρά]
μηναίο(ν) το· μηνίο· μηνίον· μηνιόν.
  • Ά (Εκκλ.) λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες των ακίνητων εορτών κάθε μήνα:
    • βιβλία μηναία δώδεκα τα ψαλλόμενα ανά μήνα (Κώδ. Πάτμου I 69
    • τυπωμένα μηναία (Ροδινός 180).
  • Β́
    • 1) Ο μισθός ενός μηνός ή ενός χρόνου:
      • την ρόγαν, το μηναίον μου (Προδρ. II 64
      • είχεν μηνίον ονομίσματα ώ τον χρόνον μοναχά (Μαχ. 7231· Ασσίζ. 3207).
    • 2)
      • α) Μισθωτή υπηρεσία, μισθοδοσία:
        • είς άνθρωπος κρατεί έναν σεργέντην εις το μηνιόν του (Ασσίζ. 7126· Μαχ. 54812
      • β) (εκ)μίσθωση:
        • επήραν τα β́ τους κάτεργα, όπου ήτον εις το μηνίον του ρηγός (Μαχ. 20018).
  • Φρ.
  • 1) Πιάνω εις το μηνίον = προσλαμβάνω με μισθό:
    • (Βουστρ. 825).
  • 2) Ποιώ μηνίον = δίνω, ορίζω (μηνιαίο) μισθό:
    • (Μαχ. 30218, 4344).

[ουδ. του επιθ. μηναίος (6. αι., L‑S) ως ουσ.· κατά Θαβώρη 1969: 111 <ουσ. μηνιαίον (βλ. και ά.). Οι τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. τον 11. αι. και σήμ. (‑ο)

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες