Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηνίσκος ο [minískos] Ο18 : 1. (μαθημ.) το γεωμετρικό σχήμα που ορίζεται από δύο τόξα, τα οποία έχουν κοινά άκρα και βρίσκονται προς την ίδια πλευρά της κοινής χορδής: Σε μια από τις φάσεις της η σελήνη φαίνεται σαν ~. 2. (ανατ.) σχηματισμός από ίνες και χόνδρο, που παρεμβάλλεται στις αρθρώσεις για να διευκολύνει τις κινήσεις των οστών: Ο ~ του γόνατος / της κάτω γνάθου. Mετατόπιση / ρήξη / αφαίρεση του μηνίσκου. Έπαθε μηνίσκο, για βλάβη του μηνίσκου του γόνατος.
[λόγ.: 1: ελνστ. μηνίσκος `σώμα σε σχήμα μισοφέγγαρου΄· 2: σημδ. γαλλ. ménisque (στη νέα σημ.) < αρχ. μηνίσκος]