Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηλάρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μηλάρι το.
  • (Μικρό) μήλο·
    • (εδώ στον πληθ. μεταφ.) οι γυναικείοι μαστοί:
      • εις τα στήθη τα δροσάτα τα μηλάρια σου τ’ αφράτα (Αγν., Ποιήμ. Β́ 38).

[<ουσ. μήλο + κατάλ. άρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες