Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μηδαμινός, επίθ.
-
- Ευτελής, τιποτένιος:
- ου πρέπει πιστευθήναι το μηδαμινόν βάρος του σώματος (Μάρκ., Βουλκ. 34521).
[<αρχ. επίρρ. μηδαμού + κατάλ. ‑ινός. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- Ευτελής, τιποτένιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μηδαμινός -ή -ό [miδaminós] Ε1 : 1. που είναι πολύ λίγος, πολύ μικρός: Mηδαμινή ποσότητα. Mηδαμινό χρηματικό ποσό. 2. που δεν είναι αξιόλογος, σπουδαίος: Mεγάλη προσπάθεια που δυστυχώς όμως έφερε μηδαμινά αποτελέσματα.
[λόγ. < μσν. μηδαμινός < αρχ. επίρρ. μηδαμ(οῦ) `πουθενά΄ -ινός]