Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μη
221 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
μη· μην.
— Βλ. και μήμπα, μηπρίν.
  • 1) Απαγόρευση, αποτροπή, παραίνεση:
    • Αφήτε τσι τες διαφορές και παραμπρός μην πάσι (Ερωτόκρ. Β́ 937
    • (με προηγ. το ου για έμφαση):
      • ου μη μας κόπτει ο πόνος (Διγ. Esc. 1356
    • (με προηγ. το ουδέ):
      • ουδέ για λόγου μου κιανείς μαντάτο μη σου φέρει (Ερωτόκρ. Γ́ 838
    • (με προηγ. το να):
      • αν εκκλητεύσουν, να μην τους ακώσου (Ασσίζ. 2505
    • (με επόμ. το να):
      • Μη εδά να είναι δικάσιμο ανάμεσά μου και ανάμεσά σου (Πεντ. Γέν. XIII 8
    • (με το ρ. να παραλ.):
      • Μην και πονώ, άσι μ’ εδά …! (Φαλιέρ., Ιστ. 685
    • έκφρ. μη κακό(ν) (μου), βλ. κακόν Εκφρ. 3.
  • 2)
    • α) Απευχή:
      • μη ιδώ τον θάνατον ποτέ του ποθητού μου (Διγ. Esc. 1825
      • (σε επιφ. φρ.):
        • ανέν και τούτο γροικηθεί, που η Τύχη μην τ’ ορίσει (Ερωτόκρ. Ά 241
      • (με προηγ. το να):
        • στα μέρη ετούτα η βροχή με χιόνι να μην πέφτει (Πανώρ. Έ 394 κριτ. υπ.
    • β) (με οριστ. ιστ. χρόνου για δήλ. επιθυμίας ανεκπλήρωτης):
      • τα πράγματα οπού 'δαμεν μην είχαμεν τα δούμεν (Διήγ. ωραιότ. 395
      • (με προηγ. το ου):
        • τα ζώδια τα λαξευτά ου μη 'χα τα εσκόπουν! (Βέλθ. 434
      • (με προηγ. το να):
        • Να μη είχα εγεννήθην! (Βέλθ. 427).
  • 3) Αποφατικό (με μτχ.):
    • θέλοντας μη θέλοντας στανιό μετανοούμεν (Διήγ. ωραιότ. 691).
  • 4) Σκοπός (= για να μη):
    • νερόν επίομεν μη διψούμεν (Λίβ. Sc. 1534
    • (με προηγ. το να):
      • η Αθούσα … πιάνει τονε να μη σφαγεί (Πανώρ. Β́ μετά στ. 537).
  • 5) Ενδοιασμός (= μήπως):
    • εδείμαινον μη νοηθούν (Βέλθ. 1080
    • (με προηγ. το να):
      • τρομάσσω να μην αλλάξει η τύχη μου (Ερωφ. Β́ 332).
  • 6) Βουλητικό (σε πλάγιο λόγο):
    • τον έλεγα: ας σηκωθεί, μη κείται (Διγ. Esc. 1278).
  • 7) Άρν. σε εξαρτημένη πρόταση:
    • ο λογισμός ήλπιζα να μη σφάλει (Ερωτόκρ. Ά 326).
  • 8) Άρν. σε ευθεία ερώτηση:
    • πώς, Κωνσταντινούπολη, … να μη θυμούμαι που χάσαμεν τα κάλλη μας (Θρ. πατρ. O 79
    • (με προηγ. το ου και επόμ. το να):
      • διατί να υπάμε εις την Συρίαν κι ου μη να στραφούμε οπίσω; (Χρον. Μορ. Η 817).
  • 9) Ευθεία ερώτηση:
    • (Διγ. Z 924
    • μην εκ τον πόλεμ' έρχεσαι; (Σταυριν. 671).
  • 10) Πλάγια ερώτηση:
    • πρόσεξε να μάθεις … μη δέρνεται πάλιν την νύκταν όλην (Καλλίμ. 2187).
  • 11) Σε είδος πλάγιας ερωτ. πρότασης ύστερα από ρ. που δείχνει ενέργεια και συν. με επόμ. το και για δήλ. επιθυμητού ή επιδιωκομένου (= μήπως και):
    • (Μαχ. 46813
    • εξορίσματα … να μη και παύσ' η λοιμική (Γεωργηλ., Θαν. 327).

[αρχ. μόρ. μη. Ο τ. αναλογ. με το δέν. Η λ. και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μη με λησμόνει το [mí me lizmóni] Ο (άκλ.) : ποώδες καλλωπιστικό φυτό.

[λόγ. < μη + αντων. με (δες εγώ) + προστ. του ρ. λησμονώ μτφρδ. γαλλ. ne-m΄oubliez-pas ή γερμ. Vergissmeinnicht (επειδή προσφερόταν σε αποχωρισμό)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μη μου άπτου το [mí mu áptu] Ο (άκλ.) : 1. (ως επίθ.) για πρόσωπο που είναι υπερβολικά ευαίσθητο σωματικά ή ψυχικά: Πολύ ~ είσαι. 2. είδος μιμόζας.

[λόγ. < φρ. της Κ.Δ. μή μου ἅπτου `σταμάτα να γαντζώνεσαι πάνω μου΄, σημδ.: 1: αγγλ. noli me tangere· 2: γερμ. Nolimetangere < λατ. noli me tangere `μη με αγγίζεις΄ μετάφραση της φρ. της K.Δ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μήγαρι, σύνδ.
  • Μήπως:
    • (Σοφιαν., Γραμμ. 83).

[<αρχ. μη γαρ· όχι πιθ. <μη άρα. Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μήγαρις [míγaris] μόριο ερωτ. : (λογοτ.) μήπως τάχα: «~ έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;».

[αρχ. μή γάρ `σίγουρα όχι΄, σε νεότ. ερωτ. χρ.: `μήπως δεν, μήπως΄ > μήγαρι με προσθήκη του κατά τα τι, γιατί και του κατά το μήπως και τον. κατά το άραγε(ς)]

[Λεξικό Κριαρά]
μηδαμινός, επίθ.
  • Ευτελής, τιποτένιος:
    • ου πρέπει πιστευθήναι το μηδαμινόν βάρος του σώματος (Μάρκ., Βουλκ. 34521).

[<αρχ. επίρρ. μηδαμού + κατάλ. ‑ινός. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηδαμινός -ή -ό [miδaminós] Ε1 : 1. που είναι πολύ λίγος, πολύ μικρός: Mηδαμινή ποσότητα. Mηδαμινό χρηματικό ποσό. 2. που δεν είναι αξιόλογος, σπουδαίος: Mεγάλη προσπάθεια που δυστυχώς όμως έφερε μηδαμινά αποτελέσματα.

[λόγ. < μσν. μηδαμινός < αρχ. επίρρ. μηδαμ(οῦ) `πουθενά΄ -ινός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μηδέ [miδé] σύνδ. συμπλεκτ. : (λαϊκότρ.) ούτε, ουδέ. || συχνό στα δημοτικά τραγούδια: ~ σε γάμο ρίχνονται ~ σε χαροκόπι, ούτε… ούτε.

[αρχ. μηδέ]

[Λεξικό Κριαρά]
μηδέ (I), σύνδ.· 'δέ· μήδε· μήδεν· μηδές· μούδε· μουδέ· μουδέν.
  • 1) Και δεν, αλλά δεν:
    • ο λέοντας … επίασε την αλεπού … και έφαγέν την …, μηδέ λυπήθηκέν την (Αιτωλ., Μύθ. 11516).
  • 2) (Σε επίδοση αποφατική)
    •  
      • α1) ούτε:
        • δεν είχε η πίστη τως θεμέλιο μηδέ ρίζα (Ερωτόκρ. Ά 20
      • α2) ούτε καν:
        • δεν τον άφησαν μηδέ να ξεπεζέψει (Ιστ. Βλαχ. 474
      • α3) ούτε ακόμη και …:
        • μηδέ ο θάνατος μπορεί να κάμει να σηκώσεις τον πόθο σου από λόγου μου (Ερωφ. Γ́ 171
    •  
      • β1) (σε αποφατική συμπλοκή) ούτε, κι ούτε:
        • ποτέ μηδέν οκνήσετε, μη νύκταν μηδέ ημέραν (Διγ. Esc. 488
      • β2) ούτε να, κι ούτε να:
        • Μη ουν αποχωρίσῃς τους (ενν. τους στίχους) μηδ’ αποπέμψῃς (Προδρ. I 12
    • γ) (με επόμ. το να)
      • γ1) (σε εξαρτημένο λόγο) ούτε (να):
        • δεν ημπορώ … να πιω, μηδέ να φάγω (Ερωτόκρ. Ά 1210
      • γ2) (σε παρότρυνση, προσταγή, ευχή) ούτε (να):
        • μηδέ βοσκοί ποτέ τωνε να φέρουσι κουράδι τα χόρτα να βοσκήσουσι (Πανώρ. Έ 395).

[αρχ. σύνδ. μηδέ. Οι τ. μούδε και μουδέ και σήμ. ποντ. και κρητ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μηδέ (II), μόρ.,
βλ. μηδέν.
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...23   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες