Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεϊντάνι το [meidáni] Ο44 : (λαϊκότρ.) η πλατεία ή οποιοσδήποτε άλλος ανοιχτός χώρος σε χωριό ή πόλη, όπου συνήθ. μαζεύονται πολλοί άνθρωποι: Nτύθηκε, στολίστηκε και βγήκε στο ~. ΦΡ βγαίνω στο ~, εμφανίζομαι δημόσια. βγάζω κτ. στο ~, γνωστοποιώ κτ., ιδίως κακό.
[τουρκ. meydan -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεϊντάνι το.
-
— Πβ. και ατ‑μεϊντάνιν.
- Πλατεία, ανοιχτή έκταση (εδώ προκ. για αγορά):
- Στο μεϊντάνι σταφύλια (Divān (Δέδες) V 6α).
- Τ. μαϊτάνιν (<τουρκ. maydan) ως τοπων.:
- (Πανάρ. 7529).
[<τουρκ. meydan. Διαφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Πλατεία, ανοιχτή έκταση (εδώ προκ. για αγορά):