Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετόχι το [metóxi] Ο44 : έκταση γης, συνήθ. εφοδιασμένη με διάφορες εγκαταστάσεις, που ανήκει σε μοναστήρι και βρίσκεται έξω από την περιοχή του.
[μσν. μετόχι(ο)ν υποκορ. του αρχ. μετοχή]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετοχιάρης ο,
- βλ. μετοχάρης.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετοχικός 1 -ή -ό [metoxikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη μετοχή ή με το μέτοχο μιας εταιρείας: Mετοχικό κεφάλαιο, χωρισμένο σε μετοχές. Mετοχική εταιρεία, που το κεφάλαιό της είναι μετοχικό. 2. (σπάν.) συμμετοχικός: Mετοχικό ταμείο, ως ονομασία ασφαλιστικών ταμείων: Mετοχικό Tαμείο Στρατού.
[λόγ. < ελνστ. μετοχικός `που έχει σχέση με συνεταιρισμό΄ κατά τη σημ. του μετοχή 1]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετοχικός 2 -ή -ό : (γραμμ.) που έχει σχέση με τη μετοχή 2: Mετοχική πρόταση, που αντί για ρήμα έχει μετοχή.
[λόγ. < ελνστ. μετοχικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετόχιον το· μετόχι· μετόχι(ο)ν.
-
- 1) Κτήμα, συν. μεγάλο, που ανήκει σε μοναστήρι, από την περιοχή του οποίου βρίσκεται μακριά, περιλαμβάνει διάφ. εγκαταστάσεις (κελιά, εκκλησία, ξενώνες, κλπ.) και λειτουργεί ως παράρτημά του:
- μετόχιον … γέμον νεραντζών (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1509· 1895)·
- εις Αίγυπτον μετόχιον … των Σιναϊτών … Τούτο οικία μεν εστί μεγίστη με κελία (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2251).
- 2) (Γενικ.) κτήμα με σπίτι, αγροικία που ανήκει σε ιδιώτη· μικρός (αγροτικός) συνοικισμός:
- μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια (Ερωτόκρ. Β́ 638).
- Ο τ. ‑ι ως τοπων.:
- (Συναδ. φ. 21r, 41r).
[<αρχ. ουσ. μετοχή + κατάλ. ‑ιον. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ποντ. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. τον 9. αι.]
- 1) Κτήμα, συν. μεγάλο, που ανήκει σε μοναστήρι, από την περιοχή του οποίου βρίσκεται μακριά, περιλαμβάνει διάφ. εγκαταστάσεις (κελιά, εκκλησία, ξενώνες, κλπ.) και λειτουργεί ως παράρτημά του: