Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετόπη η [metópi] Ο30 : η τετράγωνη πλάκα που καλύπτει το κενό μεταξύ δύο τριγλύφων στα κτίρια, ιδίως ναούς, δωρικού ρυθμού: Πήλινη / μαρμάρινη ~. Mετόπες με ανάγλυφες παραστάσεις. Οι μετόπες του Παρθενώνα. Οι μετόπες και τα τρίγλυφα αποτελούν το διάζωμα.
[λόγ. < ελνστ. μετόπη]