Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετρώ [metró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 μππ. μετρημένος* : I1α. υπολογίζω ένα προς ένα το πλήθος των μερών ενός συνόλου: ~ τους μαθητές ενός τμήματος / τα ζώα ενός κοπαδιού. Mέτρησε τα βιβλία του και διαπίστωσε ότι του λείπουν μερικά. ΦΡ και εκφράσεις ~ τις μέρες / τις ώρες, ανυπομονώ για κτ. μετράω μέρες, στη γλώσσα των στρατιωτών, μου μένουν λίγες μέρες ώσπου να απολυθώ. μετριούνται στα δάχτυλα (του ενός χεριού), είναι ολιγάριθμοι. ~ σε κπ. κτ., για σειρά όμοιων πραγμάτων, του τα δίνω συνήθ. μετρώντας τα: Tου μέτρησε δέκα χιλιάρικα / αρκετές ξυλιές. ~ τα πλευρά* κάποιου. ~ τα σκαλιά, κατρακυλώ από τη σκάλα. β. προσδιορίζω ένα μέγεθος με βάση ορισμένο μέτρο: ~ τις διαστάσεις / το βάρος / τη θερμοκρασία ενός σώματος. H τάση του ηλεκτρικού ρεύματος μετριέται με το βολτόμετρο. Mετράει ο χρόνος, υπολογίζεται. γ. (παθ.) συγκρίνω το ύψος μου με το ύψος κάποιου άλλου: Mετρήθηκαν για να δουν ποιος είναι ψηλότερος. 2. εκφωνώ αριθμούς κατά σειρά: Ξέρει να μετράει ως το δέκα. II1. εξετάζω ή ελέγχω με προσοχή κτ.: Mέτρα τις δυνάμεις σου πριν επιχειρήσεις κτ. Δε μετράει τα λόγια του. || κρίνω, εκτιμώ, αποδίδω την απαιτούμενη βαρύτητα, σπουδαιότητα: Mετράει τα πάντα με βάση το χρήμα. 2. θεωρώ ότι κάποιος ή κτ. ανήκει ή συγκαταλέγεται σε ορισμένο σύνολο: Mετριέται κι αυτός στους θαυμαστές της. 3α. θεωρούμαι αξιόλογος και σημαντικός: Δύο πλάσματα μετράνε για εκείνον: η γυναίκα του και το παιδί του. Έξυπνος πολύ δεν είναι, είναι όμως εργατικός κι αυτό μετράει. β. θεωρούμαι έγκυρος, έτσι ώστε να υπολογίζομαι στο τελικό σύνολο: Δε μετράει αυτό το γκολ. Tο καλάθι δε μέτρησε γιατί το σουτ έγινε αφού είχε λήξει ο χρόνος της επίθεσης. 4. (παθ., προφ.) συναγωνίζομαι με κπ., ιδίως σε αθλητικό αγώνα: Έλα να μετρηθούμε στο μήκος.
[αρχ. μετρῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετρώ· μετριέμαι.
-
- I. Ενεργ. (μτβ. και αμτβ.)
- 1)
- α) Μετρώ, καταμετρώ, υπολογίζω, λογαριάζω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5087)·
- Περί δέ … του πλούτου τις δύναται να τον μετρήσει; (Διγ. Άνδρ. 35023· Κυπρ. ερωτ. 715), (Πεντ. Λευιτ. XXV 8)·
- (μεταφ.):
- εις εκείνο το μέτρον οπού θέλεις μετρήσει τον αδελφόν σου εις εκείνο θέλει σας μετρήσει ο Θεός (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 376r)·
- β) (προκ. για συναισθήματα, ψυχικές καταστάσεις, κλπ.):
- να μετρήσει τις μπορεί την άμετρή μου πρίκα; (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5512)·
- γ) (προκ. για χρόνο):
- τις ώρες μετρώ (Φορτουν. Ά 81)·
- δ) (προκ. για τόπο, έκταση):
- (Χούμνου, Κοσμογ. 739).
- α) Μετρώ, καταμετρώ, υπολογίζω, λογαριάζω:
- 2) (Προκ. για αριθμητικές πράξεις):
- Άρξον μετρείν από μονάδος ως έθος: ά́́́ β́ γ́ (Rechenb. (Vog.) 1101).
- 3) Aποδίδω το αριθμητικό αποτέλεσμα:
- Παρήλθεν τόπους ικανούς … όσους ειπείν ουδ’ αριθμός δύναται να μετρήσει (Καλλίμ. 1476).
- 4) Οριοθετώ
- α) (τοπ.):
- την χώραν όλη ολόγυρα μ’ αλεύρι εμετρήσαν (Αλεξ. 582)·
- β) (χρον.):
- 'πού φώτη … και 'πού σκότη μετρημένη, ω γη (Kυπρ. ερωτ. 1032).
- α) (τοπ.):
- 5) Υπολογίζω το βαθμό συγγένειας:
- Περί υιοθετουμένην ότι μετρούνται έως εις οκτώ βαθμούς (Βακτ. αρχιερ. 182).
- 6)
- α) Πληρώνω, καταβάλλω:
- ριάλια θα μετρούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23120)·
- β) μοιράζω:
- εκεί να το μετρήσομεν (ενν. το χρυσάφιν και λογάριν) του καθενός εκάστου (Πόλ. Τρωάδ. 852 κριτ. υπ.)·
- γ) ορίζω, καταβάλλω, «κόβω» μισθό για κάπ.:
- ρόγας εμέτρησε τους στρατιώτας αυτού (Δούκ. 3315).
- α) Πληρώνω, καταβάλλω:
- 7) Απαριθμώ· απογράφω, καταγράφω:
- μετρήσετε το κεφάλι όλης της συναγωγής παιδιών του Ισραέλ (Πεντ. Αρ. I 2).
- 8) Διηγούμαι, εξιστορώ, αναφέρω ένα ένα:
- Σου λέγω και μετρώ σου τα τα πάθη μου (Ευγέν. 1285)·
- μπορεί να πει και να μετρήσει ό,τ’ έκαμεν ο καθεείς (Αχέλ. 1556).
- 9) Συγκαταριθμώ, συμπεριλαμβάνω:
- να τονε μετρήσει η Θεοτόκος με τους δούλους της (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 450).
- 10) Αποδίδω, καταλογίζω:
- της αυτού ανδραγαθίας εμέτρει τα της τύχης δωρήματα (Δούκ. 9924).
- 11) Σκέπτομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σχεδιάζω:
- τα ύστερα μετρά πρι να τωσε σιμώσει (Ερωτόκρ. Γ́ 293)·
- το δικό μου κίνδυνο μετρώ (Φαλιέρ., Ιστ. 711· Πένθ. θαν. 168).
- 12) Δίνω ορισμό για κ., καταλήγω σε απόφαση έπειτα από σκέψη και υπολογισμούς:
- άπαξ … εμέτρησάν τα οι φιλόσοφοι (Ασσίζ. 28415).
- 13)
- α) Κρίνω, λογαριάζω:
- οι χριστιανοί εμέτρησαν φρόνιμα … να παύσουν τα σκάνδαλα (Συναδ. φ. 46r)·
- β) νομίζω, θεωρώ:
- δεν το μετρούσιν εις κακόν (Ιστ. Βλαχ. 2740).
- α) Κρίνω, λογαριάζω:
- 14) Υπολογίζω κάπ.:
- καταφρόνεσές μας, ποσώς δεν μας εμέτρησες (Ιστ. Βλαχ. 1002).
- 15) Περιμένω, προσδοκώ:
- πολλά επικραθήκασι …, ότι πασάνας διάφορον … εμέτρα (Αιτωλ., Μύθ. 138).
- 16) (Προκ. για ποιητικό μέτρο) υπολογίζω την ποσότητα των συλλαβών, γράφω στίχους σε κάπ. μέτρο:
- (Γεωργηλ., Θαν. 471)·
- πόδας μετρών των στίχων (Προδρ. III 133).
- 1)
- IΙ. Μέσ.
- Ά Μτβ.
- 1) (Κατα)μετρώ, υπολογίζω:
- των πυλών μετρείται (ενν. ο Δυσσέας) … τα τε μήκη τα τε πλάτη (Ερμον. Χ 122).
- 2) Σκέφτομαι, αναλογίζομαι:
- η φρόνεψις τυχαίνει να μετράται και το κακό ωσά γενεί, για να παρηγοράται (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4291).
- 3) Εκδηλώνω, εκφράζω κ. με διαδοχικές μελωδίες:
- Τόσον γλυκιά την λύπην του μετράται (ενν. τ’ αδόνιν) (Κυπρ. ερωτ. 245).
- 1) (Κατα)μετρώ, υπολογίζω:
- Β́ Αμτβ.
- 1) Κρίνω, αξιολογώ τον εαυτό μου:
- μη μου μετράσθε παρθένοι τῳ σώματι. Η παρθενία είναι αρετή της ψυχής (Πηγά, Χρυσοπ. 124 (50)).
- 2) Αποφασίζω:
- εφοβήθη και να μη δώσει πόλεμον μ’ εκείνους εμετρήθη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3508).
- 1) Κρίνω, αξιολογώ τον εαυτό μου:
- Ά Μτβ.
- Φρ.
- 1) Μετρώ την άμμο, βλ. άμμος Φρ.
- 2) Μετρώ τον καιρόν, μετρώ τας ημέρας = περιμένω:
- (Λίβ. Sc. 851), (Λίβ. Esc. 1933). 3) Μετρώ τον λογισμόν, μετρούμαι στο λογισμό, μετρά ο λογισμός, μετρώ με τον νου(ν), μετρώ στο νου = σκέπτομαι, αναλογίζομαι· βλ. και λογισμός φρ. 2: (Σπαν. U 38), (Tζάνε, Κρ. πόλ. 35113), (Διγ. O 636), (Διγ. Άνδρ. 32827), (Ερωφ. Έ 412).
- 4) Δεν είμαι μετρημένος = είμαι αναρίθμητος:
- (Θρ. Κύπρ. Μ 172).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1)
- α) Ορισμένος, υπολογισμένος, με μέτρο:
- μεμετρημένον φως (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 48r)·
- β) μετρημένος με ακρίβεια, ακριβολογημένος:
- στρατιώτες έως είκοσι χιλιάδες μετρημένοι (Παλαμήδ., Βοηβ. 1154).
- α) Ορισμένος, υπολογισμένος, με μέτρο:
- 2) Που έχει σωστές αναλογίες, αρμονικός:
- Τερπνός εις το ανάσταλμα, όλως μεμετρημένος (Διγ. Z 1538).
- 3)
- α) Μετριοπαθής, φρόνιμος:
- άνθρωπος μετρημένος και επαινεμένος (Ροδινός 169)·
- β) συγκρατημένος, συνετός:
- το παιδίον … εις την θροφήν του ήτονε μεμετρημένον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 239r)·
- γ) κανονικός, λογικός, δίκαιος:
- όλα σωστά και μετρημένα (Σουμμ., Ρεμπελ. 160).
- α) Μετριοπαθής, φρόνιμος:
- 4) Έμμετρος:
- σε μετρημένον στίχον (Αχέλ. Πρόλ. 35).
[αρχ. μετρέω. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- I. Ενεργ. (μτβ. και αμτβ.)