Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετρονόμος ο [metronómos] Ο18 : (μουσ.) το χρονόμετρο2.
[λόγ. < γαλλ. métronom(e) (αρσ.) -ος < métro- < αρχ. μέτρ(ον) -ο- + νόμος (διαφ. το αρχ. μετρονόμοι οἱ `επιθεωρητές μέτρων και σταθμών΄)]