Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετριοφροσύνη η [metriofrosíni] Ο30α : η ιδιότητα του μετριόφρονα: Aπό ~ δε θέλησε να τους πει ότι αυτός ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου.
[λόγ. < ελνστ. μετριοφροσύνη]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετριοφροσύνη η.
-
- Το να είναι κανείς μετριόφρονας, μετριοπάθεια, ταπεινοσύνη:
- ήθος ομού δε ταπεινόν και μετριοφροσύνη (Σπαν. P 75).
[μτγν. ουσ. μετριοφροσύνη (TLG). Η λ. και σήμ.]
- Το να είναι κανείς μετριόφρονας, μετριοπάθεια, ταπεινοσύνη: