Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετριοπάθεια η [metriopáθia] Ο27 : συμπεριφορά ή ιδιότητα που συνίσταται σε αποφυγή ή σε έλλειψη της υπερβολής: Tις ενέργειές του τις χαρακτηρίζει ~ και σύνεση.
[λόγ. < ελνστ. μετριοπάθεια `συγκράτηση των παθών΄]