Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετριάζω [metriázo] -ομαι Ρ2.1 : ελαττώνω, λιγοστεύω κτ. έτσι ώστε να πάψει να είναι υπερβολικό: ~ την ταχύτητα / τη ζέστη. ~ τα έξοδά μου. Φάρμακο που δε σταματά αλλά οπωσδήποτε μετριάζει τον πόνο.
[λόγ. < αρχ. μετριάζω `κρατώ το μέτρο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετριάζω (Ι)· μιτριάζω· μιτριγιάζω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Αμτβ.
- 1) Είμαι μετριόφρων, ταπεινώνομαι:
- κατ’ αρετήν τινάς … μετριάζειν εν προσώπῳ Χριστού (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 10130).
- 2) Αστειεύομαι, χαριτολογώ:
- Το λέγεις … αληθινά ή τάχα μετριάζεις; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [65]).
- 3) Διασκεδάζω, παίζω:
- έδοξέ μας μετριάζειν και όλοι σας ανατρέχετε απέσω εις το ποτάμιν (Διγ. Esc. 1719).
- 4) Συμβιβάζομαι:
- ο ρήγας … μιτριάζοντα μιτά του … ήτον κουντέντος να του ποίσει την γράσαν (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 86).
- 1) Είμαι μετριόφρων, ταπεινώνομαι:
- Β́ Μτβ.
- 1) (Με γεν.) ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω:
- καταπώς γροικώ, εσύ μου μετριάζεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1428]).
- 2) Μειώνω σε ένταση:
- η ορμή … μετριάζεται (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1422).
- 1) (Με γεν.) ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω:
- Ά Αμτβ.
- IΙ. Μέσ.
- 1) Αστεΐζομαι, χωρατεύω:
- όρισεν (ενν. ο λέων) ίνα μετριασθώσιν να συντυχαίνει μόνος είς, ν’ απιλογείται άλλος (Διήγ. παιδ. 115 κριτ. υπ).
- 2) Χαριεντίζομαι (ερωτικά):
- να μετριάζομέστεν οι δύο μας ως νέοι (Λίβ. Esc. 3258).
- 1) Αστεΐζομαι, χωρατεύω:
[αρχ. μετριάζω. Ο τ. μι‑ στο Du Cange App. (μητριάζειν) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Κριαρά]
- μετριάζω (ΙΙ).
-
- Μετρώ, εξακριβώνω με μέτρηση:
- εμέτριασεν το χώμα του Ιαακώβ (Πεντ. Αρ. XXIII 10).
[<μετρώ κατά τα ρ. σε ‑ιάζω]
[χρειάζεται το δελτίο] - Μετρώ, εξακριβώνω με μέτρηση: