Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μετρητός, επίθ.
-
- 1) Ο ορισμένος με μέτρηση, μετρημένος:
- βρέθησαν … οι φονεμένοι δύο χιλιάδες μετρητοί (Αχέλ. 717).
- 2) Λιγοστός:
- εξελθών συν μετρητοίς ιππέοις (Βίος Αλ. 5076).
- 3) Προκ. για χρήμα σε νομίσματα, σε ρευστό:
- δουκάτ’ αν έχει μετρητά … (Βεντράμ., Γυν. 64).
- 4) Ρυθμικός:
- πάσι (ενν. οι νέοι) με ζάλα μετρητά (Ερωτόκρ. Β́ 379).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) (Στον πληθ.) ρευστό χρήμα:
- μετρητά τσεκίνια 50 (Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 7).
- 2) Μονάδα για μέτρηση υγρών:
- πέντε μετρητά κρασίον (Διαθ. Νίκωνος 104).
- 1) (Στον πληθ.) ρευστό χρήμα:
[αρχ. επίθ. μετρητός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ο ορισμένος με μέτρηση, μετρημένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετρητός -ή -ό [metritós] Ε1 : α. που μπορεί να μετρηθεί: Mετρητό μέγεθος. Mετρητή ποσότητα. || (ως ουσ.) τα μετρητά*. το μετρητό*. β. που γίνεται με μέτρηση: Mετρητό κέντημα και ως ουσ. το μετρητό.
[λόγ. < αρχ. μετρητός]