Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετρητής ο [metritís] Ο7 : 1. συσκευή που μετράει ορισμένα μεγέθη και ιδίως μηχανικά φαινόμενα: ~ της ταχύτητας, ταχόμετρο. || (ιδ. για χρήση ή κατανάλωση): ~ του τηλεφώνου ή ~ των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. ~ του γκαζιού. || ρολόι2: ~ του ηλεκτρικού ρεύματος. ~ του νερού, υδρόμετρο. 2. (σπάν.) υπάλληλος επιφορτισμένος με την καταμέτρηση ορισμένων πραγμάτων.
[2: αρχ. μετρητής· 1: λόγ. σημδ. γαλλ. mesureur, compteur]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετρητής ο.
-
- 1) Αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μέτρηση εκτάσεων:
- Εμετρήθη … κύλισμα παρά εντοπίου μετρητή (Metrol. 11524‑5).
- 2) Μέτρο για μέτρηση εκτάσεων:
- μετρητάδες … από άλλον λογισμόν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 103v).
[αρχ. ουσ. μετρητής. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μέτρηση εκτάσεων: