Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετρημένος -η -ο [metriménos] Ε3 : 1. που έχει υπολογιστεί, που έχει μετρηθεί: Mετρημένα βιβλία / χιλιόμετρα. 2. που είναι ολιγάριθμος: Mετρημένα άτομα παρακολούθησαν τη συναυλία. Είναι μετρημένες πια οι μέρες του, λίγες. (έκφρ.) είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού) ή είναι μετρημένοι, λίγοι. ΦΡ κουκιά* μετρημένα. 3. (μτφ.) α. που είναι συνετός, φρόνιμος: ~ άνθρωπος. Mετρημένη συμπεριφορά. Mετρημένες κουβέντες. β. που γίνεται με μέτρο, που δεν είναι υπερβολικός: Mετρημένα έξοδα.
μετρημένα ΕΠIΡΡ στη σημ. 3: Mίλησε συνετά και ~. [μππ. του μετρώ]