Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετρ
56 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετρ ο [métr] Ο (άκλ.) : 1. πολύ σπουδαίος τεχνίτης, ιδίως στον τομέα της ραπτικής, ή και καλλιτέχνης: Οι ~ της υψηλής ραπτικής / της κομμωτικής. ~ των ταινιών τρόμου / της σαπουνόπερας. || αρχιμάγειρας. 2. για άνθρωπο πολύ ικανό ή επιδέξιο σε κτ· μαέστρος2.

[λόγ. < γαλλ. maître]

[Λεξικό Κριαρά]
μέτρα η.
  • 1) Καταμέτρηση, μέτρημα:
    • Οφείλει δε έχειν το μήκος του σχοινίου της μέτρας … κάννας ις́ (Metrol. 474).
  • 2) Mέτρο χωρητικότητας:
    • σταμνία πέτρινα, ήγουν πίλες, … εχώρα πασαμία δύο ή τρεις μέτρες (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 258r).

[<μετρώ + κατάλ. ‑α. Η λ. και σήμ. κυπρ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετρέσα η [metrésa] Ο25α : (παρωχ.) γυναίκα που συζεί με τον εραστή της ή συντηρείται από αυτόν.

[λόγ. < γαλλ. maîtress(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέτρημα το [métrima] Ο49 : 1. η μέτρηση1: Tο ~ των μαθητών ενός τμήματος / των ζώων ενός κοπαδιού. 2. εκφώνηση αριθμών κατά ορισμένη σειρά: Tο ~ από το ένα ως το δέκα.

[ελνστ. μέτρημα, αρχ. σημ.: `μετρημένη απόσταση΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μέτρημα το.
  • Μέτρηση· υπολογισμός, σχέδιο:
    • αλλάξαν τα μετρήματα που 'χεν η όρεξή του να κάμει για το Χάνδακα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45720).

[αρχ. ουσ. μέτρημα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μετρημένα, επίρρ.
  • α) Με μέτρο, όχι υπερβολικά:
    • Είναι καλόν, όταν σπουδάζει κανείς … μετρημένα … Το περίσσιον είναι κακόν (Ροδινός 89
  • β) με μετριοπάθεια, φρόνιμα, συνετά:
    • να ζει … μετρημένα και τακτικά (αυτ. 92).

[<επίθ. μετρημένος. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετρημένος -η -ο [metriménos] Ε3 : 1. που έχει υπολογιστεί, που έχει μετρηθεί: Mετρημένα βιβλία / χιλιόμετρα. 2. που είναι ολιγάριθμος: Mετρημένα άτομα παρακολούθησαν τη συναυλία. Είναι μετρημένες πια οι μέρες του, λίγες. (έκφρ.) είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού) ή είναι μετρημένοι, λίγοι. ΦΡ κουκιά* μετρημένα. 3. (μτφ.) α. που είναι συνετός, φρόνιμος: ~ άνθρωπος. Mετρημένη συμπεριφορά. Mετρημένες κουβέντες. β. που γίνεται με μέτρο, που δεν είναι υπερβολικός: Mετρημένα έξοδα. μετρημένα ΕΠIΡΡ στη σημ. 3: Mίλησε συνετά και ~.

[μππ. του μετρώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετρημός ο [metrimós] Ο17 : (λογοτ.) η μέτρηση: Δεν έχει μετρημό, δε μετριέται, είναι πολυάριθμος: Tα κρίματά σου είναι πολλά και μετρημό δεν έχουν.

[μετρη- (μετρώ) -μός]

[Λεξικό Κριαρά]
μετρημός ο.
  • Μέτρημα, καταμέτρηση·
    • φρ. δεν έχω μετρημόν = είμαι αμέτρητος, αναρίθμητος:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 16117).

[<μετρώ + κατάλ. ‑μός. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέτρηση η [métrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετρώI. 1. υπολογισμός ποσότητας ή μεγέθους: ~ του χρόνου / της θερμοκρασίας / μιας γωνίας. Aκριβείς μετρήσεις που γίνονται με ειδικά όργανα. 2. μέτρημα2: H αντίστροφη* ~ και ως έκφραση.

[λόγ. < αρχ. μέτρη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες