Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετουσιώνω [metusióno] -ομαι Ρ1 : 1. αλλάζω την ουσία, τη φυσική υπόσταση ενός πράγματος, το μεταβάλλω σε κτ. άλλο: Mετουσιώνει την ιδέα σε πράξη. 2. (παθ., για τον άρτο και τον οίνο της Θείας Ευχαριστίας) μετατρέπομαι σε σώμα και αίμα του Xριστού.
[λόγ. < μσν. μετουσι(ώ) -ώνω < μετ(α)- + ουσί(α) -ώ]