Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετοικώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετοικώ [metikó] Ρ10.9α : α. αλλάζω κατοικία, εγκαθίσταμαι σε άλλο σπί τι: Tο γράμμα επιστρέφεται, γιατί ο παραλήπτης έχει μετοικήσει. β. αλλά ζω τόπο μόνιμης διαμονής: Ο φόβος των πειρατών υποχρέωνε τους κατοίκους των παράλιων περιοχών να μετοικούν στα ενδότερα.

[λόγ. < αρχ. μετοικῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες