Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετοικεσία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετοικεσία η [metikesía] Ο25 : (λόγ.) αλλαγή του τόπου μόνιμης διαμονής.

[λόγ. < ελνστ. μετοικεσία `μετανάστευση΄ (ιδ. των Ιουδαίων)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες