Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετεωρισμός ο [meteorizmós] Ο17 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετεωρίζω. 2. (ιατρ.) τυμπανισμός.
[λόγ.: 1: αρχ. μετεωρισμός· 2: γαλλ. météorisme < αρχ. μετεωρισμός `φούσκωμα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετεωρισμός ο.
-
- α) Αστεϊσμός, πείραγμα·
- (εδώ ερωτικά) χαριεντισμός:
- η πρώτη αρχή (ενν. του κακού) έναι του βλέμματος … και του μετεωρισμού (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι III 33)·
- (εδώ ερωτικά) χαριεντισμός:
- β) συζήτηση για κ. μη πραγματικό (για να περνά η ώρα ευχάριστα), κενολογία:
- ουδέν με εφαίνετον ποτέ αλήθεια τό λέγουν, είχα το εις μετεωρισμόν ν’ακούγω να το λέγουν (Περί ξεν. 126)·
- γ) (ευχάριστο) πέρασμα χρόνου:
- Ο Φλώριος … λέγει τον καστελλάνον … διά μετεωρισμόν να παίξει μετ’ εκείνον (Φλώρ. 1429).
[αρχ. ουσ. μετεωρισμός. Η λ. και σήμ.]
- α) Αστεϊσμός, πείραγμα·