Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετερίζι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετερίζι το [meterízi] Ο44 : 1. (παρωχ.) προφυλαγμένη θέση μάχης, ιδίως ατομική: Έπιασε ~ πίσω από ένα βράχο κι άρχισε να πυροβολεί. 2. (μτφ.) για θέση από την οποία κάποιος κάνει οποιοδήποτε άλλον αγώνα: Kάθε άνθρωπος, σπουδαίος ή όχι, δίνει τη μάχη του από το δικό του ~.

[τουρκ. meteris (από τα περσ.) (η αλλ. [-is > -iz] ίσως στις τουρκ. διαλέκτους των Βαλκανίων)]

[Λεξικό Κριαρά]
μετερίζι το· μετιρίζι.
  • (Στρατ.) όρυγμα, χαράκωμα:
    • Οι Τούρκοι … θέντες … μετιρίζια ουκ είων εντός του κάστρου περιπατείν (Έκθ. χρον. 7222).

[<τουρκ. meteris, περσ. προέλ. Τ. ‑σι στο Somav. και μιτι‑ σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες