Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετεμψύχωση η [metempsíxosi] Ο33 : αντίληψη ότι η ψυχή μετά το θάνα το του σώματος μεταβιβάζεται σε άλλο σώμα (ανθρώπου, ζώου ή φυτού): Πίστη στη ~.
[λόγ. < ελνστ. μετεμψύχω(σις) -ση]