Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετεκπαίδευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μετεκπαίδευση η [metekpéδefsi] Ο33 : εκπαίδευση, συνήθ. ειδική, που ακολουθεί χρονικά την κανονική και τη συμπληρώνει· (πρβ. επιμόρφω ση): Επιστράτευση εφέδρων αξιωματικών για ~ στα νέα όπλα. Ο γιατρός λείπει στο εξωτερικό για ~.

[λόγ. μετ(α)- εκπαίδευ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες