Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταχειρίζομαι [metaxirízome] Ρ2.1β : 1. (για πρόσ.) φέρομαι σε κπ. με ορισμένο τρόπο, συμπεριφέρομαι: Προϊστάμενος που μεταχειρίζεται πολύ άσχημα τους υφισταμένους του. 2α. χρησιμοποιώ κτ.: ~ ένα όργανο / ένα εργαλείο / μια λέξη. Mεταχειριζόμαστε το μαχαίρι για να κόβουμε. Mεταχειρίζεται την ομπρέλα του για μπαστούνι. β. (μππ. για πργ., και ως ουσ.) που είναι χρησιμοποιημένος και επομένως όχι καινούριος: Mεταχειρισμένο αυτοκίνητο / πλυντήριο. Tα μεταχειρισμένα είναι πιο φτηνά από τα καινούρια.
[λόγ. < αρχ. μεταχειρίζομαι]