Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταφύτευση η [metafítefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταφυτεύω. 1. απόσπαση φυτού από τη θέση του και φύτευσή του κάπου αλλού: Δενδρύλλια για ~. 2. (μτφ.) διαδίδω έννοιες, ιδέες, ήθη, έθιμα κτλ. σε άλλη χώρα ή σε άλλους ανθρώπους.
[λόγ. < ελνστ. μεταφύτευ(σις) -ση]