Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταφυσικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταφυσικός -ή -ό [metafisikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη μεταφυσική, που αναφέρεται σε αυτή: Mεταφυσικά προβλήματα. Mεταφυσικές ανησυχίες. Mεταφυσική αγωνία. ~ φόβος. H επιστήμη δεν κατόρθωσε να απαντήσει στο βασικό μεταφυσικό ερώτημα του ανθρώπου σχετικά με την ύπαρξη θεού. ~ υλισμός. 2. που δεν αντιστοιχεί με τα δεδομένα του νου, των αισθήσεων ή γενικά της επιστήμης: Mεταφυσική αντίληψη / γνώση / θεωρία. μεταφυσικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < μσνλατ. metaphysicus (-icus = -ικός) < meta physica = μεταφυσική]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες