Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταφραστικός -ή -ό [metafrastikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τη μετάφραση: Mεταφραστική εργασία. Mεταφραστικά προβλήματα / λάθη. Mεταφραστικό γραφείο. β. (γλωσσ.): Mεταφραστικό δάνειο*.
[λόγ. < ελνστ. μεταφραστικός `παραφραστικός΄ κατά τη σημ. του μεταφράζω]