Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταφραστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταφραστικός -ή -ό [metafrastikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τη μετάφραση: Mεταφραστική εργασία. Mεταφραστικά προβλήματα / λάθη. Mεταφραστικό γραφείο. β. (γλωσσ.): Mεταφραστικό δάνειο*.

[λόγ. < ελνστ. μεταφραστικός `παραφραστικός΄ κατά τη σημ. του μεταφράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες