Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταφορικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταφορικός -ή -ό [metaforikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τη μεταφορά προσώπων ή υλικών αντικειμένων: Mεταφορικά μέσα. Tα μεταφορικά έξοδα και ως ουσ. τα μεταφορικά. β. (γραμμ.) που έχει σχέση με τη μετα φορά: Mεταφορική σημασία / χρήση μιας λέξης. μεταφορικά ΕΠIΡΡ στη σημ. β.

[λόγ.: β: ελνστ. μεταφορικός, αρχ. σημ.: `ικανός να εκφράζεται μεταφορικά΄· α: κατά τη σημ. του μεταφέρω1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες