Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεταφέρω [metaféro] -ομαι Ρ αόρ. μετέφερα, απαρέμφ. μεταφέρει, παθ. αόρ. μεταφέρθηκα, απαρέμφ. μεταφερθεί, μππ. μεταφερμένος : 1. (ιδ. για υλικό αντικ.) μετακινώ κπ. ή κτ. έτσι ώστε να βρεθεί σε άλλο σημείο του χώρου, συνήθ. σχετικά απομακρυσμένο: Tο πλοίο μεταφέρει επιβάτες κι εμπορεύματα. Ο τραυματίας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. ~ κτ. στον ώμο / στην πλάτη. ~ ένα φορτίο με αυτοκίνητο / με τρένο / με πλοίο / με αεροπλάνο. Mεταφέρεται ένα μαγαζί / εργαστήριο / γραφείο
, από το χώρο, ιδίως το οίκημα, που βρίσκεται σε άλλον: Tο κατάστημα μεταφέρθηκε στην οδό Πανεπιστημίου. Mεταφερθήκαμε, μεταφέραμε το μαγαζί, μας, το εργαστήριό μας κτλ. || Tον έπιασαν να μεταφέρει ναρκωτικά / λαθραία τσιγάρα κτλ. 2. (ιδ. για μη υλικό αντικ.) α. κάνω κτ. να μετακινηθεί σε κάποιο άλλο σημείο: Tα νεύρα μεταφέρουν στον εγκέφαλο διάφο ρα ερεθίσματα. Tο ηλεκτρικό ρεύμα μεταφέρεται με μεταλλικούς αγωγούς. Πέτυχε να μεταφέρει τον πόλεμο στο εχθρικό έδαφος. β. για νοερή μετάβαση σε άλλον τόπο ή χρόνο: ~ κπ. κάπου, τον κάνω να θυμηθεί και να ξαναζήσει κτ.: Mυθιστόρημα που μας μεταφέρει σε παλιές δοξασμένες εποχές. || Οι ιδέες που το βιβλίο αυτό μεταφέρει είναι επαναστατικές για το ελληνικό κοινό. γ. για είδηση, πληροφορία κτλ., ανακοινώνω, γνωστοποιώ. δ1. για προφορικό ή γραπτό λόγο που αποδίδεται σε άλλη γλωσσική μορφή. δ2. για προφορικό ή γραπτό λόγο που αποδίδεται σε άλλη γλώσσα: ~ ένα κείμενο / ένα βιβλίο από τα αγγλικά στα ελληνικά. ε. διασκευάζω για την τηλεόραση, τον κινηματογράφο ή το θέατρο λογοτεχνι κό έργο. στ. διαβιβάζω: Mου μετέφερε τους χαιρετισμούς των φίλων μου από το εξωτερικό, μου έστειλε, μου έδωσε. ζ. αναπαράγω κτ. σε διαφορετικές συνθήκες: ~ ένα σχέδιο από το χαρτί στο ύφασμα. η. (για νόμιμο δικαίωμα ή υποχρέωση) εντάσσω σε άλλο σύνολο ακολουθώντας ορισμένη διαδικασία: Φοιτητής που έχει μεταφέρει ένα μάθημα για το επόμενο έτος σπουδών. Δεν ψηφίζει στο χωριό του, γιατί έχει μεταφέρει εδώ τα εκλογικά του δικαιώματα. ~ ένα (χρηματικό) ποσό από έναν (τραπεζικό) λογαριασμό σε άλλο.
[λόγ. < αρχ. μεταφέρω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταφέρω (I)· μεταφέρνω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1) Φέρνω, κουβαλώ, μετακινώ κ. ή κάπ., (δια)κομίζω:
- (Καλλίμ. 838)·
- μαντάτο δεν 'φουκράζεται (ενν. η λησμονή), αλλ’ ουδέ μεταφέρνει (Αχέλ. 1392).
- 2) Μεταφράζω, μεταγλωττίζω:
- (Κώδ. Χρονογρ. 48), (Διήγ. Βελ. χ 562).
- 3) Μεταβάλλω, τροποποιώ, αλλάζω:
- εν ορχήσματι τον ήχον μεταφέρων (Διγ. Z 4069).
- 4) Μεταπείθω κάπ.:
- (Ιμπ. 319)·
- έπασχεν να μεταφέρει τον νέον από την γνώμην οπού είχεν (Διγ. Άνδρ. 35615).
- 5) Κάνω κάπ. να αλλάξει διάθεση· παρηγορώ:
- (Λίβ. Esc. 3322)·
- ου δύναται το να με μεταφέρει … τον πόνον να σιγήσει (Λίβ. Sc. 2180).
- 1) Φέρνω, κουβαλώ, μετακινώ κ. ή κάπ., (δια)κομίζω:
- Β́ (Αμτβ.) συνέρχομαι, ανακτώ τις αισθήσεις μου:
- η λυγερή … λιγοθυμά και πάλιν μεταφέρνει (Φλώρ. 1669).
- Ά Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, προχωρώ:
- μεταφέρεσαι βραχύ τι πρός εῴαν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1067).
- 2) Μεταβιβάζομαι:
- Τα δε συναλλάγματα … μεταφέρονται εις τον νεότερον … υιόν του βασιλέως (Πανάρ. 7819).
- 1) Μετατοπίζομαι, μετακινούμαι, προχωρώ:
[αρχ. μεταφέρω. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Κριαρά]
- μεταφέρω (II)· ματαφέρνω.
-
- Ξαναφέρνω, κουβαλώ πάλι:
- να το χύνει (ενν. το νερόν) και να υπαγαίνει να ματαφέρνει (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 133r).
[<πρόθ. μετά + φέρω]
- Ξαναφέρνω, κουβαλώ πάλι: