Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετατροπή η [metatropí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετατρέπω: ~ της θανατικής ποινής σε ισόβια δεσμά. ~ της ύλης σε ενέργεια.
[λόγ. < αρχ. μετατροπή `αλλαγή΄ & σημδ. γαλλ. conversion]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετατροπή η.
-
- Αλλαγή, μεταβολή:
- ανθρώπων … μετατροπάς εκ πράξεων εις πράξεις (Ωροσκ. 3816).
[αρχ. ουσ. μετατροπή. Η λ. και σήμ.]
- Αλλαγή, μεταβολή: