Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετατροπέας ο [metatropéas] Ο21 : μηχανή ή συσκευή που χρησιμοποιείται για να μεταβάλλει τα φυσικά ή χημικά χαρακτηριστικά μιας ουσίας ή ενέργειας.
[λόγ. μετατροπ(ή) -εύς > -έας μτφρδ. γαλλ. convertisseur]