Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετατρέπω [metatrépo] -ομαι Ρ αόρ. μετέτρεψα, απαρέμφ. μετατρέψει, παθ. αόρ. μετατράπηκα, απαρέμφ. μετατραπεί : αλλάζω κτ., το κάνω να γίνει διαφορετικό: Οι αλχημιστές πίστευαν ότι μπορούν να μετατρέψουν τα μέταλλα σε χρυσό. Στα βυζαντινά χρόνια ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. H θανατική ποινή μετατράπηκε σε ισόβια. || ανταλλάσσω ένα νόμισμα με κάποιο άλλο: Mετατρέπει δραχμές σε δολάρια.
[λόγ. < αρχ. μετατρέπω `αναστρέφω΄ & σημδ. γαλλ. convertir]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετατρέπω· ?μετατέρπομαι.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1)
- α) Αλλάζω, μεταβάλλω:
- ποτέ δεν ήτον βολετό καμιά … την γνώμη μου … να μετατρέψει (Τριβ., Ρε 142)·
- β) προκ. για αλλαγή εξουσίας, κατοχής:
- κάστρη πολλά παρέλαβε (ενν. ο Βελισάριος), μετέτρεψε και χώρας (Γεωργηλ., Βελ. Λ 234).
- α) Αλλάζω, μεταβάλλω:
- 2) Κάνω κάπ. να αλλάξει γνώμη, ιδέες, πίστη:
- άνδρας … θεοφθόγγους πέμπων … και πάντας μετατρέπων (Αξαγ., Κάρολ. Έ 168).
- 1)
- Β́ Αμτβ.
- 1) Μεταβάλλομαι, αλλάζω κατάσταση:
- Τίνος ψυχή … να μην εμετατέρπετον και αναίστητος να γένει; (Παρασπ., Βάρν. C 187).
- 2) Αλλάζω γνώμη, μετανιώνω:
- Και πάλι εμετάτρεψε, στέλνει με εις Βενετία (Τριβ., Ρε 137).
- 1) Μεταβάλλομαι, αλλάζω κατάσταση:
- Ά Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Αλλάζω (στο χειρότερο):
- η υγεία … εύκολα μετατρέπεται (Σοφιαν., Παιδαγ. 104).
- 2) Αλλάζω φυσικά χαρακτηριστικά ή σύσταση, μεταβάλλομαι σε …:
- ούτε η σαρξ του Χριστού ή η ψυχή αυτού μετετράπη εις λόγον Θεού (Ιστ. πατρ. 892)·
- φρ. μετατρέπομαι εις το μέλαν, βλ. μέλας ουδ. 1 φρ.
- 3) Μεταμορφώνομαι:
- εμετετράπηκεν (ενν. Αρχάγγελος ο Μιχαήλ) σ’ ανθρώπου την νεότη (Αχέλ. 1432).
- 4)
- α) Στρέφομαι σε κ. άλλο:
- ως προς την κόρην την τερπνήν ο νους μετατραπέντον (Αχιλλ. (Smith) N 852)·
- β) φρ. μετατρέπομαι προς ύπνον = κοιμάμαι:
- (Διγ. Z 2808).
- α) Στρέφομαι σε κ. άλλο:
- 1) Αλλάζω (στο χειρότερο):
[αρχ. μετατρέπω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.