Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετατοπίζω [metatopízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αλλάζω τη θέση ενός πράγματος, το βάζω σε άλλη θέση· μετακινώ: Kάνει θόρυβο μετατοπίζοντας τα έπιπλα του σπιτιού του. Mετατοπίστηκε βορειότερα το επίκεντρο του σεισμού. Mετατοπίστηκε το κέντρο βάρους. 2. αλλάζω κτ. από χρονική ή από οποιαδήποτε άλλη άποψη: Mετατόπισε το ραντεβού του / το ταξίδι του. Mετατοπίστηκαν οι ευθύνες και ενοχοποιήθηκαν αθώοι πολίτες.
[λόγ. μετα- τόπ(ος) -ίζω μτφρδ. γαλλ. déplacer]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετατοπίζω· γ́ εν. μέσ. αορ. μετετοπήθη.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- α) Μετακινώ, μεταφέρω κάπ. ή κ. από ένα τόπο σε άλλο:
- την κτίση από τον θρόνον της να την μετατοπίσει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [352]· Ιστ. δεσποτών Ηπείρ. 57)·
- β) εκτοπίζω, μετοικίζω:
- ο λαός εμετατοπίσθη διά μέσου της αιχμαλωσίας εις την Βαβυλώνα (Κύριλλ. Κων/π. 373).
- α) Μετακινώ, μεταφέρω κάπ. ή κ. από ένα τόπο σε άλλο:
- Β́ (Αμτβ.) μετακινούμαι, αλλάζω τόπο:
- μετατόπισε Αβραάμ και πάγει στους Γεράρους (Χούμνου, Κοσμογ. 899).
- Ά Μτβ.
- II. (Μέσ.) μετακινούμαι· (εδώ μεταφ.) αναστατώνομαι:
- η ψυχή του από βαθιά όλη μετετοπήθη (Μαρκάδ. 76).
[<πρόθ. μετά + ουσ. τόπος + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.