Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετατάρσιο το [metatársio] Ο40 : (ανατ.) το τμήμα του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται ανάμεσα στον ταρσό του ποδιού και στα δάχτυλα: Οστά του μεταταρσίου.
[λόγ. < γαλλ. métatarse < méta- = μετα- + αρχ. ταρσ(ός) -ιον κατά το métacarpe = μετακάρπιον]