Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετασχηματισμός ο [metasximatizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετασχηματίζω, αλλαγή του σχήματος, της μορφής, της δομής κτλ. : Στον εγκέφαλο γίνεται ο ~ του οπτικού ερεθίσματος σε εικόνα. Bιολογικός / κοινωνικός / πολιτικός ~. || (μαθημ.): Γεωμετρικός / γραμμικός / ολοκληρωτικός ~. || (ηλεκτρολ.) η αλλαγή ενός συστήματος μεταβαλλόμενης τάσης και έντασης σε άλλο σύστημα τάσης και έντασης με σκοπό τη μετάδοση ηλεκτρικής ενέργειας. || (γλωσσ.): Γλωσσικός ~, αλλαγή γραμματικής ή συντακτικής δομής.
[λόγ. < ελνστ. μετασχηματισμός `αλλαγή μορφής΄ (γλωσσ.: σημδ. αγγλ. transformation)]