Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μετασχηματίζω [metasximatízo] -ομαι Ρ2.1 : αλλάζω το σχήμα, τη μορ φή, τη δομή κτλ. ενός πράγματος, το κάνω διαφορετικό: Iστορικός ρόλος της εργατικής τάξης είναι να μετασχηματίσει την αστική κοινωνία.
[λόγ. < αρχ. μετασχηματίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- μετασχηματίζω.
-
- I. Ενεργ.
- α) αλλάζω το σχήμα, τη μορφή κάπ. πράγματος, μεταποιώ:
- (Δούκ. 26514)·
- β) μεταβάλλω την κατάσταση κάπ., μετατρέπω σε …·
- (εδώ προκ. για πόλη):
- οι Βενέτικοι … συνέθεντο … του φυλάξαι (ενν. την Θεσσαλονίκην) … και εις δευτέραν Βενετίαν μετασχηματίσαι (Δούκ. 24719)·
- (εδώ προκ. για πόλη):
- γ) παραποιώ, αλλοιώνω, διαστρέφω ένα γεγονός:
- δαιμόνια έχων … το πάθος μετεσχημάτιζεν, … τον άγγελον Γαβριήλ έλεγεν ότι εώρα (Ψευδο-Σφρ. 43631).
- α) αλλάζω το σχήμα, τη μορφή κάπ. πράγματος, μεταποιώ:
- II. Μέσ.
- α) αλλάζω μορφή, σχήμα· (εδώ προκ. για την περιβολή του μοναχικού σχήματος):
- Μανουήλ του Κομνηνού τῳ των μοναχών μετασχηματισθέντος σχήματι (Byz. Kleinchron. Á 1724)·
- β) (μεταφ.) αλλάζω συμπεριφορά:
- μετεσχηματίζετο (ενν. ο Παύλος) τοις πάσι συμφερόντως (Γλυκά, Αναγ. 304).
- α) αλλάζω μορφή, σχήμα· (εδώ προκ. για την περιβολή του μοναχικού σχήματος):
[αρχ. μετασχηματίζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.